κοσμοκρατικός

κοσμοκρατικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοσμοκράτη
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο κοσμοκρατικός, η κοσμοκρατική
οπαδός τής κοσμοκρατίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμοκρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”